- Σουνιάρατος
- Σουνῐάρᾱτος [ᾰρ], ον, ([etym.] Σούνιον)A worshipped at Sunium,
Ποσειδῶν Ar.Eq.560
(lyr.); parodied in Av.868, [full] Σουνιέρᾱκος Hawk of Sunium.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ποσειδῶν Ar.Eq.560
(lyr.); parodied in Av.868, [full] Σουνιέρᾱκος Hawk of Sunium.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σουνιάρατος — ον, Α (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Σουνιάρατος προσωνυμία τού Ποσειδώνος που λατρευόταν στο Σούνιο («ὦ δελφίνων μεδέων Σουνιάρατε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σούνιον + άρατος (< ἀρῶμαι «παρακαλώ, εύχομαι, καταριέμαι»), πρβλ. δημ άρατος] … Dictionary of Greek
Σουνιάρατον — Σουνιάρᾱτον , Σουνιάρατος worshipped at Sunium masc/fem acc sg Σουνιάρᾱτον , Σουνιάρατος worshipped at Sunium neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σουνιέρακος — ὁ, Α (ως παρωδία τού σουνιάρατος) το γεράκι τού Σουνίου («ὦ Σουνιέρακε, χαῑρ ἄναξ Πελαργικέ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σούνιον + ἱέραξ, ακος «γεράκι»] … Dictionary of Greek
Σουνιάρατε — Σουνιάρᾱτε , Σουνιάρατος worshipped at Sunium masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)